Περιστέρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Περιστέρι | τα | Περιστέρια |
| γενική | του | Περιστεριού & Περιστερίου |
των | Περιστεριών & Περιστερίων |
| αιτιατική | το | Περιστέρι | τα | Περιστέρια |
| κλητική | Περιστέρι | Περιστέρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈste.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πε‐ρι‐στέ‐ρι
Ετυμολογία 1

Η θέση του Περιστερίου στην Αττική
- Περιστέρι < ενδεχομένως από το επώνυμο Περιστέρης (μεσαιωνική οικογένεια κτηματιών της Αθήνας)[1] + -ι
Ετυμολογία 2
- Περιστέρι < περιστέρι
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Περιστέρι
|
Αναφορές
- Κώστας Η. Μπίρης (³2006), Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, ISBN 978-960-214-445-9 (ψηφιακή ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1971), σελ. 84.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.