παραθετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραθετικός | η | παραθετική | το | παραθετικό |
| γενική | του | παραθετικού | της | παραθετικής | του | παραθετικού |
| αιτιατική | τον | παραθετικό | την | παραθετική | το | παραθετικό |
| κλητική | παραθετικέ | παραθετική | παραθετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραθετικοί | οι | παραθετικές | τα | παραθετικά |
| γενική | των | παραθετικών | των | παραθετικών | των | παραθετικών |
| αιτιατική | τους | παραθετικούς | τις | παραθετικές | τα | παραθετικά |
| κλητική | παραθετικοί | παραθετικές | παραθετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραθετικός < ελληνιστική κοινή παραθετικός[1] < αρχαία ελληνική παρατίθημι < παρά + τίθημι (3. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική comparatif[2])
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.θe.tiˈkos/
Επίθετο
παραθετικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την παράθεση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (γραμματική) που έχει σχέση με την παράθεση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) παραθετικό: (γραμματική) ο συγκριτικός και ο υπερθετικός βαθμός ενός επιθέτου ή επιρρήματος
Πολυλεκτικοί όροι
- παραθετικό σύνθετο: (γραμματική) ονοματικό σύνολο αποτελούμενο από δύο ομοιόπτωτα ουσιαστικά που παρατάσσονται
Μεταφράσεις
- παραθετικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- παραθετικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.