ουσιαστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
ουσιαστικά < ουσιαστικός
Επίρρημα
ουσιαστικά
- θεμελιωδώς, εγγενώς
- εκ των πραγμάτων, πράγματι, ουσιαστικά, κατ' ουσίαν, κατ’ ουσίαν, στην πράξη
Μεταφράσεις
κατ' ουσίαν
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.