πόλη κράτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πόλη κράτος | οι | πόλεις κράτη |
| γενική | της | πόλεως κράτους | των | πόλεων κρατών |
| αιτιατική | την | πόλη κράτος | τις | πόλεις κράτη |
| κλητική | πόλη κράτος | πόλεις κράτη | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πολυλεκτικός όρος
πόλη κράτος θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.