σύνθετο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύνθετο τα σύνθετα
      γενική του σύνθετου των σύνθετων
    αιτιατική το σύνθετο τα σύνθετα
     κλητική σύνθετο σύνθετα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύνθετο τα σύνθετα
      γενική του συνθέτου
& σύνθετου
των συνθέτων
    αιτιατική το σύνθετο τα σύνθετα
     κλητική σύνθετο σύνθετα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsin.θe.to/

Ετυμολογία 1

σύνθετο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σύνθετος. Εννοείται το ουσιαστικό λέξη

Ουσιαστικό

σύνθετο ουδέτερο (συχνά, στον πληθυντικό)

Εκφράσεις

Είδη συνθέτων

  • αλλόμορφο σύνθετο
  • ενδοκεντρικό σύνθετο
  • εξωκεντρικό σύνθετο
  • αντικειμενικό σύνθετο(π.χ. γεωγράφος: ο γράφων τη γη)
  • κτητικό σύνθετο (π.χ. πολύκαρπος : που έχει πολλούς καρπούς)
  • λεξικό σύνθετο
  • μονολεκτικό σύνθετο
  • οριστικό σύνθετο προσδιοριστικό σύνθετο (π.χ. ακρόπολη: η άκρα πόλη)
  • παρατακτικό σύνθετο ή συνδετικό σύνθετο (π.χ. ιατρόμαντις: και γιατρός και μάντις)
  • παρασύνθετο
  • πολυλεκτικό σύνθετο
  • πολυσύνθετο
  • χαλαρό σύνθετο

Στη σανσκριτική γραμματική (και διεθνείς όροι):

  • bahuvrihi
  • dvandva
  • karmadharaya
  • tatpurusa
  • vyadhikarana

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

σύνθετο < πιθανόν, σημασιολογικό δάνειο[1]

Ουσιαστικό

σύνθετο ουδέτερο

  • έπιπλο για το σαλόνι με πολλές χρήσεις (π.χ. βιβλιοθήκη, χώρος για γυαλικά, μπαρ κ.λπ.)

Ετυμολογία 3

σύνθετο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σύνθετο ουδέτερο

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.