παραθέτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παραθέτω < μεσαιωνική ελληνική παραθέτω < αρχαία ελληνική παρατίθημι < παρά + τίθημι
Ρήμα
παραθέτω, πρτ.: παρέθετα, στ.μέλλ.: θα παραθέσω, αόρ.: παρέθεσα, παθ.φωνή: παρατίθεμαι, μτχ.π.π.: παρατεθειμένος
Συγγενικά
- αντιπαράθεση
- αντιπαραθέτω
- παράθεμα
- παράθεση
- παραθετικά
- παραθετικός
- παρατιθέμενος
- → δείτε τις λέξεις παρά και θέτω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παραθέτω | παρέθετα | θα παραθέτω | να παραθέτω | παραθέτοντας | |
| β' ενικ. | παραθέτεις | παρέθετες | θα παραθέτεις | να παραθέτεις | παρέθετε | |
| γ' ενικ. | παραθέτει | παρέθετε | θα παραθέτει | να παραθέτει | ||
| α' πληθ. | παραθέτουμε | παραθέταμε | θα παραθέτουμε | να παραθέτουμε | ||
| β' πληθ. | παραθέτετε | παραθέτατε | θα παραθέτετε | να παραθέτετε | παραθέτετε | |
| γ' πληθ. | παραθέτουν(ε) | παρέθεταν παραθέταν(ε) |
θα παραθέτουν(ε) | να παραθέτουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παρέθεσα | θα παραθέσω | να παραθέσω | παραθέσει | ||
| β' ενικ. | παρέθεσες | θα παραθέσεις | να παραθέσεις | παρέθεσε | ||
| γ' ενικ. | παρέθεσε | θα παραθέσει | να παραθέσει | |||
| α' πληθ. | παραθέσαμε | θα παραθέσουμε | να παραθέσουμε | |||
| β' πληθ. | παραθέσατε | θα παραθέσετε | να παραθέσετε | παραθέστε | ||
| γ' πληθ. | παρέθεσαν παραθέσαν(ε) |
θα παραθέσουν(ε) | να παραθέσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παραθέσει | είχα παραθέσει | θα έχω παραθέσει | να έχω παραθέσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παραθέσει | είχες παραθέσει | θα έχεις παραθέσει | να έχεις παραθέσει | έχε παρατεθειμένο | |
| γ' ενικ. | έχει παραθέσει | είχε παραθέσει | θα έχει παραθέσει | να έχει παραθέσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παραθέσει | είχαμε παραθέσει | θα έχουμε παραθέσει | να έχουμε παραθέσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παραθέσει | είχατε παραθέσει | θα έχετε παραθέσει | να έχετε παραθέσει | έχετε παρατεθειμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν παραθέσει | είχαν παραθέσει | θα έχουν παραθέσει | να έχουν παραθέσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παρατεθειμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παρατεθειμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παρατεθειμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παρατεθειμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.