παραθετικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παραθετικό | τα | παραθετικά |
| γενική | του | παραθετικού | των | παραθετικών |
| αιτιατική | το | παραθετικό | τα | παραθετικά |
| κλητική | παραθετικό | παραθετικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
| παραδείγματα παραθετικών για επίθετο: για επίρρημα: |
Ετυμολογία
- παραθετικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παραθετικός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική comparatif[1])
Ουσιαστικό
παραθετικό ουδέτερο
- (γραμματική) → δείτε τη λέξη παραθετικά ο συγκριτικός και ο υπερθετικός βαθμός ενός επιθέτου ή επιρρήματος
Μεταφράσεις
παραθετικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
παραθετικό
- αιτιατική ενικού του παραθετικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παραθετικός
Σημειώσεις
- παραθετικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.