τεντωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τεντωμένος | η | τεντωμένη | το | τεντωμένο |
| γενική | του | τεντωμένου | της | τεντωμένης | του | τεντωμένου |
| αιτιατική | τον | τεντωμένο | την | τεντωμένη | το | τεντωμένο |
| κλητική | τεντωμένε | τεντωμένη | τεντωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τεντωμένοι | οι | τεντωμένες | τα | τεντωμένα |
| γενική | των | τεντωμένων | των | τεντωμένων | των | τεντωμένων |
| αιτιατική | τους | τεντωμένους | τις | τεντωμένες | τα | τεντωμένα |
| κλητική | τεντωμένοι | τεντωμένες | τεντωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τεντωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τεντώνω
Μετοχή
τεντωμένος, -η, -ο
- που έχει τεντωθεί
- (μεταφορικά) που διακατέχεται από ένταση ή άγχος, που δεν είναι χαλαρός ψυχικά
Εκφράσεις
- (βαδίζω) σε τεντωμένο σχοινί: κάνω κάτι ριψοκίνδυνο που απαιτεί πολύ λεπτούς χειρισμούς (μεταφορά από το βάδισμα του σχοινοβάτη)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.