είναι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

είναι < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

 

Ουσιαστικό

είναι ουδέτερο άκλιτο

  • η κατάσταση της ύπαρξης, το να υπάρχει κάποιος

Ρηματικός τύπος

είναι

  • γ' ενικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος είμαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.