δοξαριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δοξαριά | οι | δοξαριές |
| γενική | της | δοξαριάς | των | δοξαριών |
| αιτιατική | τη | δοξαριά | τις | δοξαριές |
| κλητική | δοξαριά | δοξαριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðo.ksaɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐ξα‐ριά
Ουσιαστικό
δοξαριά θηλυκό
Μεταφράσεις
δοξαριά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.