παράγων
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παράγων < (λόγιο) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παράγω. Η ουσιαστικοποιημένη, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική factor ή γαλλική facteur[1]
Μετοχή
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παράγων & παράγοντας |
η | παράγουσα | το | παράγον |
| γενική | του | παράγοντος & παράγοντα |
της | παράγουσας & παραγούσης* |
του | παράγοντος |
| αιτιατική | τον | παράγοντα | την | παράγουσα | το | παράγον |
| κλητική | παράγων & παράγοντα |
παράγουσα | παράγον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παράγοντες | οι | παράγουσες | τα | παράγοντα |
| γενική | των | παραγόντων | των | παραγουσών | των | παραγόντων |
| αιτιατική | τους | παράγοντες | τις | παράγουσες | τα | παράγοντα |
| κλητική | παράγοντες | παράγουσες | παράγοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
παράγων, -ουσα, -ον
- παράγοντας (σε επιθετική λειτουργία)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
παράγων
|
|
Αναφορές
- παράγων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| παρᾰγοντ- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | παράγων | ἡ | παράγουσᾰ | τὸ | παράγον | |
| γενική | τοῦ | παράγοντος | τῆς | παραγούσης | τοῦ | παράγοντος | |
| δοτική | τῷ | παράγοντῐ | τῇ | παραγούσῃ | τῷ | παράγοντῐ | |
| αιτιατική | τὸν | παράγοντᾰ | τὴν | παράγουσᾰν | τὸ | παράγον | |
| κλητική ὦ! | παράγων | παράγουσᾰ | παράγον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | παράγοντες | αἱ | παράγουσαι | τὰ | παράγοντᾰ | |
| γενική | τῶν | παραγόντων | τῶν | παραγουσῶν | τῶν | παραγόντων | |
| δοτική | τοῖς | παράγουσῐ(ν) | ταῖς | παραγούσαις | τοῖς | παράγουσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τοὺς | παράγοντᾰς | τὰς | παραγούσᾱς | τὰ | παράγοντᾰ | |
| κλητική ὦ! | παράγοντες | παράγουσαι | παράγοντᾰ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παράγοντε | τὼ | παραγούσᾱ | τὼ | παράγοντε | |
| γεν-δοτ | τοῖν | παραγόντοιν | τοῖν | παραγούσαιν | τοῖν | παραγόντοιν | |
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||||
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.