ξυλοπάπουτσο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξυλοπάπουτσο | τα | ξυλοπάπουτσα |
| γενική | του | ξυλοπάπουτσου | των | ξυλοπάπουτσων |
| αιτιατική | το | ξυλοπάπουτσο | τα | ξυλοπάπουτσα |
| κλητική | ξυλοπάπουτσο | ξυλοπάπουτσα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

παραδοσιακά ξυλοπάπουτσα από το Βιετνάμ
Ετυμολογία
- ξυλοπάπουτσο < ξύλ(ο) + -ο- + παπούτσ(ι) + -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.