παπουτσωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παπουτσωμένος | η | παπουτσωμένη | το | παπουτσωμένο |
| γενική | του | παπουτσωμένου | της | παπουτσωμένης | του | παπουτσωμένου |
| αιτιατική | τον | παπουτσωμένο | την | παπουτσωμένη | το | παπουτσωμένο |
| κλητική | παπουτσωμένε | παπουτσωμένη | παπουτσωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παπουτσωμένοι | οι | παπουτσωμένες | τα | παπουτσωμένα |
| γενική | των | παπουτσωμένων | των | παπουτσωμένων | των | παπουτσωμένων |
| αιτιατική | τους | παπουτσωμένους | τις | παπουτσωμένες | τα | παπουτσωμένα |
| κλητική | παπουτσωμένοι | παπουτσωμένες | παπουτσωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παπουτσωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παπουτσώνω
Μετοχή
παπουτσωμένος, -η, -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.