παπουτσωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παπουτσωμένος η παπουτσωμένη το παπουτσωμένο
      γενική του παπουτσωμένου της παπουτσωμένης του παπουτσωμένου
    αιτιατική τον παπουτσωμένο την παπουτσωμένη το παπουτσωμένο
     κλητική παπουτσωμένε παπουτσωμένη παπουτσωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παπουτσωμένοι οι παπουτσωμένες τα παπουτσωμένα
      γενική των παπουτσωμένων των παπουτσωμένων των παπουτσωμένων
    αιτιατική τους παπουτσωμένους τις παπουτσωμένες τα παπουτσωμένα
     κλητική παπουτσωμένοι παπουτσωμένες παπουτσωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παπουτσωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παπουτσώνω

Μετοχή

παπουτσωμένος, -η, -ο

  1. που φοράει παπούτσια
  2. Ο παπουτσωμένος γάτος: τίτλος γνωστού παραμυθιού για έναν γάτο που φορούσε μπότες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.