παπουτσάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παπουτσάκι | τα | παπουτσάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | παπουτσάκι | τα | παπουτσάκια |
| κλητική | παπουτσάκι | παπουτσάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
ένα ζευγάρι κόκκινα παπουτσάκια

πιάτο με παπουτσάκια
Ετυμολογία
παπουτσάκι < παπούτσι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
παπουτσάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του παπούτσι
- (γαστρονομία) είδος φαγητού με μελιτζάνες ψητές στο φούρνο, γεμιστές με κιμά και καλυμμένες με μπεσαμέλ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.