παλιοπάπουτσο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παλιοπάπουτσο | τα | παλιοπάπουτσα |
| γενική | του | παλιοπάπουτσου | των | παλιοπάπουτσων |
| αιτιατική | το | παλιοπάπουτσο | τα | παλιοπάπουτσα |
| κλητική | παλιοπάπουτσο | παλιοπάπουτσα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παλιοπάπουτσο < μεσαιωνική ελληνική παλιοπάπουτσο < παλιο- + παπούτσι
Μεταφράσεις
παλιοπάπουτσο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.