σόλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σόλα | οι | σόλες |
| γενική | της | σόλας | των | σολών |
| αιτιατική | τη | σόλα | τις | σόλες |
| κλητική | σόλα | σόλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σόλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική suola < δημώδης λατινική *sola < λατινική solea < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swol- (σόλα)
Συγγενικά
- ασόλιαστος / αμετζεσόλιαστος
- σολιάζω
- σόλιασμα
- σολιασμένος
- → δείτε τη λέξη σολέα / σολέας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.