σόλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σόλα οι σόλες
      γενική της σόλας των σολών
    αιτιατική τη σόλα τις σόλες
     κλητική σόλα σόλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σόλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική suola < δημώδης λατινική *sola < λατινική solea < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swol- (σόλα)

Ουσιαστικό

σόλα θηλυκό

  1. (υπόδηση) το πέλμα του παπουτσιού
  2. (μεταφορικά) κάτι πολύ σκληρό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.