μπότα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπότα οι μπότες
      γενική της μπότας των (μποτών)
    αιτιατική την μπότα τις μπότες
     κλητική μπότα μπότες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μπότα
Μπότα από μπροστά

Ετυμολογία

μπότα < (άμεσο δάνειο) βενετική bota / ιταλική botta < bottare / buttare < παλαιά γαλλικά bote < φραγκική *butt < πρωτογερμανική *buttaz ‎< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰewt- / *bʰewd- (χτυπώ, ωθώ)

Ουσιαστικό

μπότα θηλυκό

  1. (υπόδηση) κλειστό και ψηλό παπούτσι που καλύπτει το πόδι αρκετά πάνω από τον αστράγαλο
  2. (μεταφορικά) ο στρατός κατοχής
  3. (μουσικό όργανο) μεγάλο τύμπανο το οποίο δονείται με τη χρήση ειδικού εργαλείου ποδός (πεντάλι)

Συγγενικά

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.