στιβάλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στιβάλι τα στιβάλια
      γενική του στιβαλιού των στιβαλιών
    αιτιατική το στιβάλι τα στιβάλια
     κλητική στιβάλι στιβάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χανιώτικη φορεσιά με στιβάλια σε παλιά καρτ ποστάλ

Ετυμολογία

στιβάλι < (άμεσο δάνειο) βενετική stival + [1] / ιταλική stivali, πληθυντικός αριθμός του stivale < πιθανόν παλαιά γαλλική estival (θερινό υπόδημα) (ή < λατινική tibialis < tibia) < μεσαιωνική λατινική estivalis[2] < λατινική estivus < aestas (καλοκαίρι) < πρωτοϊταλική *aissāts < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eydʰ- (καίω)

Προφορά

ΔΦΑ : /stiˈva.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στιβάλι

Ουσιαστικό

στιβάλι ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. στιβάλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.