παπουτσάδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παπουτσάδικο | τα | παπουτσάδικα |
| γενική | του | παπουτσάδικου | των | παπουτσάδικων |
| αιτιατική | το | παπουτσάδικο | τα | παπουτσάδικα |
| κλητική | παπουτσάδικο | παπουτσάδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

παπουτσάδικο στην Ουκρανία
Ετυμολογία
- παπουτσάδικο < παπουτσ(ής) + -άδικο
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.puˈt͡sa.ði.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐που‐τσά‐δι‐κο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παπούτσι
Μεταφράσεις
παπουτσάδικο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.