τακούνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τακούνι τα τακούνια
      γενική του τακουνιού των τακουνιών
    αιτιατική το τακούνι τα τακούνια
     κλητική τακούνι τακούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τακούνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική taccon(e) + [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /taˈku.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τακούνι

Ουσιαστικό

τακούνι ουδέτερο

  1. (υπόδηση) το τμήμα του παπουτσιού ακριβώς κάτω από τη φτέρνα
  2. (συνεκδοχικά) παπούτσι με ψηλό τακούνι

Παράγωγα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.