τακούνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τακούνι | τα | τακούνια |
| γενική | του | τακουνιού | των | τακουνιών |
| αιτιατική | το | τακούνι | τα | τακούνια |
| κλητική | τακούνι | τακούνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τακούνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική taccon(e) + -ι [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /taˈku.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐κού‐νι
Ουσιαστικό
τακούνι ουδέτερο
- (υπόδηση) το τμήμα του παπουτσιού ακριβώς κάτω από τη φτέρνα
- (συνεκδοχικά) παπούτσι με ψηλό τακούνι
Παράγωγα
- τακουνάκι
- τακουνάρα
Σύνθετα
- γόβα στιλέτο
- φιάπα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- τακούνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.