σανδάλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σανδάλι | τα | σανδάλια |
| γενική | του | σανδαλιού | των | σανδαλιών |
| αιτιατική | το | σανδάλι | τα | σανδάλια |
| κλητική | σανδάλι | σανδάλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.png.webp)
τρία είδη σανδαλιών
Ετυμολογία
- σανδάλι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σανδάλιον < σάνδαλον (που προφερόταν με [nd]) + κατάληξη υποκοριστικού -ιον [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /sanˈða.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σαν‐δά‐λι
Ουσιαστικό
σανδάλι και σαντάλι ουδέτερο
- (υπόδηση) υπόδημα που αποτελείται από επίπεδο λεπτό πέλμα το οποίο δένεται στο πόδι με κορδόνια ή λεπτές λωρίδες δέρματος
Συγγενικά
Αναφορές
- σανδάλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.