πανσέληνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πανσέληνος | οι | πανσέληνοι |
| γενική | της | πανσέληνου & πανσελήνου |
των | πανσέληνων & πανσελήνων |
| αιτιατική | την | πανσέληνο | τις | πανσέληνους & πανσελήνους |
| κλητική | πανσέληνε (πανσέληνο) |
πανσέληνοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι γενικής, αιτιατικής, είναι παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «πανσέληνος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Πανσέληνος
Ετυμολογία
- πανσέληνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανσέληνος (επίθετο) < παν- + σελήν(η) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /panˈse.li.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παν‐σέ‐λη‐νος
Ουσιαστικό
πανσέληνος θηλυκό
Αντώνυμα
Συγγενικά
- Πανσέληνος (επώνυμο)
- υπερπανσέληνος
- → δείτε τις λέξεις πας, σελήνη και Σελήνη
Μεταφράσεις
πανσέληνος
|
Πηγές
- πανσέληνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πανσέληνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- πανσέληνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πανσέληνος (επίθετο) < παν- + σελήν(η) + -ος
- Και #ουσιαστικοποιημένο.
Επίθετο
πανσέληνος
- (για τη Σελήνη) που είναι ολόφωτος από το φως του Ήλιου
- → δείτε το ουδέτερο πανσέληνον (προσφώνηση αγαπημένου προσώπου)
Συγγενικά
- πανσελήνη
- πανσεληνιάζω
- πανσελήνιον
- πανσέληνον
- Πανσέληνος (επώνυμο, όπως του Μανουήλ Πανσέληνου)
Ουσιαστικό
πανσέληνος θηλυκό
- (αστρονομία) η πανσέληνος
- άλλες μορφές: πανσελήνη, πανσέληνον (ουδέτερο), πανσελήνιον
Πηγές
- πανσέληνος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πανσέληνος | τὸ | πανσέληνον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πανσελήνου | τοῦ | πανσελήνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πανσελήνῳ | τῷ | πανσελήνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πανσέληνον | τὸ | πανσέληνον | ||
| κλητική ὦ! | πανσέληνε | πανσέληνον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πανσέληνοι | τὰ | πανσέληνᾰ | ||
| γενική | τῶν | πανσελήνων | τῶν | πανσελήνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πανσελήνοις | τοῖς | πανσελήνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πανσελήνους | τὰ | πανσέληνᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πανσέληνοι | πανσέληνᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πανσελήνω | τὼ | πανσελήνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πανσελήνοιν | τοῖν | πανσελήνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πανσέληνος < παν- + σελήν(η) + -ος
- Και ουσιαστικοποιημένο θηλυκό.
Επίθετο
πανσέληνος, -ος, -ον
- (αστρονομία, για τη Σελήνη) που είναι γεμάτος, στρογγυλός, που είναι πανσέληνος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 50
- ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα πανσέληνος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 50
- (ουσιαστικοποιημένο) η πανσέληνος: εννοείται θηλυκό ουσιαστικό όπως ὥρα
- ↪ ἡ πανσέληνος (ὥρα)
- άλλες μορφές: πανσέληνον (και ουδέτερο)
Πηγές
- πανσέληνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πανσέληνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.