χασοφεγγαριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χασοφεγγαριά | οι | χασοφεγγαριές |
| γενική | της | χασοφεγγαριάς | των | χασοφεγγαριών |
| αιτιατική | τη | χασοφεγγαριά | τις | χασοφεγγαριές |
| κλητική | χασοφεγγαριά | χασοφεγγαριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
χασοφεγγαριά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.