χάση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χάση | οι | χάσες |
| γενική | της | χάσης | — | |
| αιτιατική | τη | χάση | τις | χάσες |
| κλητική | χάση | χάσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χάση θηλυκό
Συνώνυμα
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.