γεμόφεγγο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γεμόφεγγο τα γεμόφεγγα
      γενική του γεμόφεγγου των γεμόφεγγων
    αιτιατική το γεμόφεγγο τα γεμόφεγγα
     κλητική γεμόφεγγο γεμόφεγγα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεμόφεγγο < γεμο- + φέγγω + -ο

Ουσιαστικό

γεμόφεγγο ουδέτερο

ΣυνώνυμαΑντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.