ολόφωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολόφωτος | η | ολόφωτη | το | ολόφωτο |
| γενική | του | ολόφωτου | της | ολόφωτης | του | ολόφωτου |
| αιτιατική | τον | ολόφωτο | την | ολόφωτη | το | ολόφωτο |
| κλητική | ολόφωτε | ολόφωτη | ολόφωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολόφωτοι | οι | ολόφωτες | τα | ολόφωτα |
| γενική | των | ολόφωτων | των | ολόφωτων | των | ολόφωτων |
| αιτιατική | τους | ολόφωτους | τις | ολόφωτες | τα | ολόφωτα |
| κλητική | ολόφωτοι | ολόφωτες | ολόφωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ολόφωτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὁλόφωτος. Συγχρονικά αναλύεται σε ολό- + φωτ- (φως) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈlo.fo.tos/
Συνώνυμα
- ολοφώτεινος, ολοφώτιστος
- κατάφωτος
- πάμφωτος
- φωτόλουστος, φωτολουσμένος
Αντώνυμα
Παράγωγα
- ολόφωτο (συσκευή κατεύθυνσης φωτός)
Συγγενικά
|
Μεταφράσεις
ολόφωτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.