ὥρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ὥρᾱ | αἱ | ὧραι |
| γενική | τῆς | ὥρᾱς | τῶν | ὡρῶν |
| δοτική | τῇ | ὥρᾳ | ταῖς | ὥραις |
| αιτιατική | τὴν | ὥρᾱν | τὰς | ὥρᾱς |
| κλητική ὦ! | ὥρᾱ | ὧραι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὥρᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὥραιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ὥρα θηλυκό
- ορισμένος χρόνος, χρονική περίοδος που ορίζεται από τους φυσικούς νόμους, περίοδος του έτους, του μήνα, της ημέρας
- εποχή του έτους [οι αρχαίοι Έλληνες διέκριναν τρεις εποχές του χρόνου: το έαρ (άνοιξη), το θέρος (καλοκαίρι) και τον χειμώνα, ενώ την οπώραν (φθινόπωρο) τη θεωρούσαν μάλλον ως ακμή του καλοκαιριού]
- τῆς ὥρης μέσον θέρος
- έμμεσα το κλίμα μιας χώρας, από την κανονικότητα και την ομορφιά των εποχών του
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 106.1
- τὰς ὥρας κάλλιστα κεκρημένας (ωραίο κλίμα, με τις εποχές του να θεωρούνται άριστες)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 106.1
- ώρα, ακμή του έτους, μέρος της ημέρας ή του ημερονυκτίου
- ὥρα νυκτός
- αἱ ὧραι τῆς ἡμέρας
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 109.3
- τὰ δυώδεκα μέρεα τῆς ἡμέρης παρὰ Βαβυλωνίων ἔμαθον οἱ Ἕλληνες
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 7, 2.22
- τῆς ὥρας μικρὸν πρὸ δύντος ἡλίου
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Σέξτος Εμπειρικός, Πρὸς μαθηματικούς (Adversus Mathematicos), 10 (Πρὸς Φυσικούς Βʹ), 182 @scaife@perseus
- ἡμέρα ἡ . . δωδεκάωρος, τουτέστιν ἡ ἀπὸ ἀνατολῆς μέχρι δύσεως
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Σέξτος Εμπειρικός, Πρὸς μαθηματικούς (Adversus Mathematicos), 5 (Πρὸς Ἀστρολόγους), 69 @scaife@perseus
- μετὰ ἱκανὴν ὥραν τοῦ κατενεχθῆναι τὸν πέλεκυν ἐξακούεται ἡ τῆς πληγῆς φωνή (μετά από πολλή ώρα...)
- η κατάλληλη ώρα, η σωστή στιγμή, η καλή στιγμή της ζωής του ανθρώπου, η νεότητα
- ώρα καθεύδειν (για ύπνο)/ώρα ἀπιέναι (ώρα να πηγαίνουμε), ώρα γάμου, ὥρα ἐστίν (είναι ώρα να...)
- ιωνικός τύπος : ὥρη
Κλίση
- και τύποι για τη γενική πληθυντικου: ὡράων και στην ιωνική ὡρέων, καθώς και δοτική ὥρασι
Πηγές
- ὥρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὥρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.