παλινδρομικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παλινδρομικός | η | παλινδρομική | το | παλινδρομικό |
| γενική | του | παλινδρομικού | της | παλινδρομικής | του | παλινδρομικού |
| αιτιατική | τον | παλινδρομικό | την | παλινδρομική | το | παλινδρομικό |
| κλητική | παλινδρομικέ | παλινδρομική | παλινδρομικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παλινδρομικοί | οι | παλινδρομικές | τα | παλινδρομικά |
| γενική | των | παλινδρομικών | των | παλινδρομικών | των | παλινδρομικών |
| αιτιατική | τους | παλινδρομικούς | τις | παλινδρομικές | τα | παλινδρομικά |
| κλητική | παλινδρομικοί | παλινδρομικές | παλινδρομικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παλινδρομικός < (ελληνιστική κοινή) παλινδρομικός ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική retrogressive)
Επίθετο
παλινδρομικός, -ή, -ό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.