κραδασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κραδασμός οι κραδασμοί
      γενική του κραδασμού των κραδασμών
    αιτιατική τον κραδασμό τους κραδασμούς
     κλητική κραδασμέ κραδασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κραδασμός < (ελληνιστική κοινή) κραδασμός < κραδαίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾa.ðaˈzmos/

Ουσιαστικό

κραδασμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.