ρίψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρίψη | οι | ρίψεις |
| γενική | της | ρίψης* | των | ρίψεων |
| αιτιατική | τη | ρίψη | τις | ρίψεις |
| κλητική | ρίψη | ρίψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ρίψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρίψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥῖψις < ῥίπτω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾi.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρί‐ψη
Ουσιαστικό
ρίψη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ρίπτω / ρίχνω
- η πρόκληση πτώσης ενός αντικειμένου ή προσώπου
- το πέταγμα ενός αντικειμένου προς μια ορισμένη κατεύθυνση
- (αθλητισμός) το πέταγμα ακοντίου, σφαίρας, σφύρας κ.λπ. σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.