σφύρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σφύρα οι σφύρες
      γενική της σφύρας των σφυρών
    αιτιατική τη σφύρα τις σφύρες
     κλητική σφύρα σφύρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφύρα < αρχαία ελληνική σφῦρα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsfi.ɾa/

Ουσιαστικό

σφύρα θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.