υπέρμετρα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπέρμετρα < υπέρμετρος + -α
Μεταφράσεις
υπέρμετρα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
υπέρμετρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του υπέρμετρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.