οπαδισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπαδισμός οι οπαδισμοί
      γενική του οπαδισμού των οπαδισμών
    αιτιατική τον οπαδισμό τους οπαδισμούς
     κλητική οπαδισμέ οπαδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οπαδισμός < οπαδ(ός) + -ισμός

Προφορά

ΔΦΑ : /o.pa.ðiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οπαδισμός

Ουσιαστικό

οπαδισμός αρσενικό

  • (νεολογισμός) το να είναι κάποιος (φανατικός) οπαδός
      Η συμπεριφορά των παικτών και των περισσότερων ελλήνων διεθνών στους δύο επεισοδιακούς ημιτελικούς (...) χτύπησε καμπανάκι κινδύνου από τη μια για την ένταση του οπαδισμού που έχει εισχωρήσει στο δυναμικό των δύο ομάδων και από την άλλη για την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.