οπαδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οπαδικός | η | οπαδική | το | οπαδικό |
| γενική | του | οπαδικού | της | οπαδικής | του | οπαδικού |
| αιτιατική | τον | οπαδικό | την | οπαδική | το | οπαδικό |
| κλητική | οπαδικέ | οπαδική | οπαδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οπαδικοί | οι | οπαδικές | τα | οπαδικά |
| γενική | των | οπαδικών | των | οπαδικών | των | οπαδικών |
| αιτιατική | τους | οπαδικούς | τις | οπαδικές | τα | οπαδικά |
| κλητική | οπαδικοί | οπαδικές | οπαδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.pa.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πα‐δι‐κός
Μεταφράσεις
οπαδικός
|
|
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.