φίλαθλος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φίλαθλος < φίλος + άθλος

Ουσιαστικό

φίλαθλος αρσενικό ή θηλυκό

  1. οπαδός μιας αθλητικής ομάδας
    είχαμε επεισόδια φιλάθλων
  2. άτομο που του αρέσει να παρακολουθεί γενικά τα του αθλητισμού
    δεν χάνει αγώνα στην τηλεόραση, είναι φίλαθλος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φίλαθλος η φίλαθλη το φίλαθλο
      γενική του φίλαθλου της φίλαθλης του φίλαθλου
    αιτιατική τον φίλαθλο τη φίλαθλη το φίλαθλο
     κλητική φίλαθλε φίλαθλη φίλαθλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φίλαθλοι οι φίλαθλες τα φίλαθλα
      γενική των φίλαθλων των φίλαθλων των φίλαθλων
    αιτιατική τους φίλαθλους τις φίλαθλες τα φίλαθλα
     κλητική φίλαθλοι φίλαθλες φίλαθλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

φίλαθλος, -η, -ο

  1. που αγαπά τα αθλήματα
    ο Κώστας έχει φίλαθλο πνεύμα
  2. που σέβεται μια ορισμένη ιδέα του αθλητισμού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.