θαυμαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θαυμαστής οι θαυμαστές
      γενική του θαυμαστή των θαυμαστών
    αιτιατική τον θαυμαστή τους θαυμαστές
     κλητική θαυμαστή θαυμαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θαυμαστής < αρχαία ελληνική

Ουσιαστικό

θαυμαστής αρσενικό, θηλυκό θαυμάστρια

  1. αυτός που θαυμάζει κάποιο πρόσωπο ή κάτι
    οι θαυμαστές της γνωστής τραγουδίστριας ζητούσαν αυτόγραφα όποτε την έβλεπαν
    είναι θαυμαστής της αρχαίας ελληνικής τέχνης και του ωραίου γενικώς
    είναι θαυμαστής του ωραίου φύλου
  2. αυτός που φλερτάρει μια γυναίκα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

θαυμαστής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.