ξαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξαίνω < αρχαία ελληνική ξαίνω
Ρήμα
ξαίνω (παθητική φωνή: ξαίνομαι)
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Τύποι
Τύποι που απαντούν: ξαίνω, [παρατατικός: ἔξαινον], αόριστος ἔξηνα, μέλλων: ξανῶ, παθητικός αόριστος ἐξάνθην, [παρακείμενος ἔξασμαι και σύνθετος κατέξασμαι, αλλά και δι-ἔξαμμαι] (Σε αγκύλες οι τύποι που είναι μεταγενέστεροι της ελληνιστικής)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.