χτενίζω

Νέα ελληνικά (el)

Χτενίζοντας μαλλιά

Ετυμολογία

χτενίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χτενίζω < αρχαία ελληνική κτενίζω. Για το θέμα κτεν-  δείτε τη λέξη κτείς

Προφορά

ΔΦΑ : /xteˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χτενίζω

Ρήμα

χτενίζω, αόρ.: χτένισα, παθ.φωνή: χτενίζομαι, π.αόρ.: χτενίστηκα, μτχ.π.π.: χτενισμένος

  1. περνάω τα μαλλιά μου με μια χτένα, για να τα ξεμπερδέψω και να τους δώσω τη μορφή που θέλω
  2. (μεταφορικά) ψάχνω εξονυχιστικά μια περιοχή, ερευνώ
  3. (μεταφορικά) επεξεργάζομαι ένα κείμενο που έχω ήδη γράψει, για να διορθώσω όσα λάθη μού έχουν ξεφύγει

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται / εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται για να δηλωθεί αδιαφορία σε σημαντικά ζητήματα

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)


Ρήμα

χτενίζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.