ξόανον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ξοᾰνο-
ονομαστική τὸ ξόανον τὰ ξόαν
      γενική τοῦ ξοάνου τῶν ξοάνων
      δοτική τῷ ξοάν τοῖς ξοάνοις
    αιτιατική τὸ ξόανον τὰ ξόαν
     κλητική ! ξόανον ξόαν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ξοάνω
γεν-δοτ τοῖν  ξοάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξόανον, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ευριπίδη < θέμα ξο-, μεταπτωτική βαθμίδα για θέμα που συναντάμε στο ξέω + -ανον[1]

Ουσιαστικό

ξόανον, -ου

Παράγωγα

παράγωγα και σύνθετα

  • ἀξόανος
  • εὐξόανος
  • λιθοξόανος
  • ξοανηφόρος
  • ξοάνιον
  • ξοανογλύφος
  • ξοανοποιΐα
  • ξοανουργία

Αναφορές

  1. ξόανο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.