χτένι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χτένι | τα | χτένια |
| γενική | του | χτενιού | των | χτενιών |
| αιτιατική | το | χτένι | τα | χτένια |
| κλητική | χτένι | χτένια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χτένι < μεσαιωνική ελληνική χτένι < κτένιν < (ελληνιστική κοινή) κτένιον < αρχαία ελληνική κτείς

Χτένι μαλλιών.

Θαλάσσιο χτένι.
Ουσιαστικό
χτένι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) χτένα
- εξάρτημα αργαλειού
- θαλάσσιο οστρακόδερμο της οικογένειας Pectinidae
- (παρωχημένο) (αργκό) είδος χαρτοπαικτικού τεχνάσματος ή κλεψίματος που σχετίζεται με τον τρόπο ανακατέματος της τράπουλας
- ανθοφόρα καταβολή φυτού όταν έχει προηγηθεί η εμφάνιση κοτυληδόνων
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.