ξάσμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξάσμα | τα | ξάσματα |
| γενική | του | ξάσματος | των | ξασμάτων |
| αιτιατική | το | ξάσμα | τα | ξάσματα |
| κλητική | ξάσμα | ξάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξάσμα < αρχαία ελληνική ξάσμα < ξαίνω
Ουσιαστικό
ξάσμα ουδέτερο
- το προϊόν του ξασίματος, το λαναρισμένο έριο
- παλιότερα, ήταν η ποσότητα ξασμένης καννάβεως που χρειαζόταν ο σχοινοπλόκος για να πλέξει σχοινί και που την στερέωνε στη μέση του
Μεταφράσεις
ξάσμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.