ξάνιον
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ξάνιον
<
ξαίνω
Ουσιαστικό
ξάνιον
ουδέτερο
λανάρα
, μηχανισμός σαν
χτένα
κατά την κατεργασία
μαλλιού
ή καννάβεως ή του λίνου για να αποχωριστούν τα
νήματα
Μεταφράσεις
ξάνιον
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.