Αισχύλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αισχύλος | οι | Αισχύλοι |
| γενική | του | Αισχύλου | των | Αισχύλων |
| αιτιατική | τον | Αισχύλο | τους | Αισχύλους |
| κλητική | Αισχύλε | Αισχύλοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αισχύλος < αρχαία ελληνική Αἰσχύλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈsçi.los/
Κύριο όνομα
Αισχύλος αρσενικό
-
Αισχύλος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αισχύλος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.