λαγαρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
λαγαρίζω
- (μεταβατικό) κάνω κάτι λαγαρό, καθαρό, διαυγές, λαμπερό
- λαγαρίζω το κρασί, τα ασημικά
- (αμετάβατο) καθαρίζω, αποκτώ διαύγεια
- (μεταφορικά)
- να λαγαρίσει ο νους μου
- (μεταφορικά)
Σύνθετα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λαγαρίζω | λαγάριζα | θα λαγαρίζω | να λαγαρίζω | λαγαρίζοντας | |
| β' ενικ. | λαγαρίζεις | λαγάριζες | θα λαγαρίζεις | να λαγαρίζεις | λαγάριζε | |
| γ' ενικ. | λαγαρίζει | λαγάριζε | θα λαγαρίζει | να λαγαρίζει | ||
| α' πληθ. | λαγαρίζουμε | λαγαρίζαμε | θα λαγαρίζουμε | να λαγαρίζουμε | ||
| β' πληθ. | λαγαρίζετε | λαγαρίζατε | θα λαγαρίζετε | να λαγαρίζετε | λαγαρίζετε | |
| γ' πληθ. | λαγαρίζουν(ε) | λαγάριζαν λαγαρίζαν(ε) |
θα λαγαρίζουν(ε) | να λαγαρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λαγάρισα | θα λαγαρίσω | να λαγαρίσω | λαγαρίσει | ||
| β' ενικ. | λαγάρισες | θα λαγαρίσεις | να λαγαρίσεις | λαγάρισε | ||
| γ' ενικ. | λαγάρισε | θα λαγαρίσει | να λαγαρίσει | |||
| α' πληθ. | λαγαρίσαμε | θα λαγαρίσουμε | να λαγαρίσουμε | |||
| β' πληθ. | λαγαρίσατε | θα λαγαρίσετε | να λαγαρίσετε | λαγαρίστε | ||
| γ' πληθ. | λαγάρισαν λαγαρίσαν(ε) |
θα λαγαρίσουν(ε) | να λαγαρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λαγαρίσει | είχα λαγαρίσει | θα έχω λαγαρίσει | να έχω λαγαρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λαγαρίσει | είχες λαγαρίσει | θα έχεις λαγαρίσει | να έχεις λαγαρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λαγαρίσει | είχε λαγαρίσει | θα έχει λαγαρίσει | να έχει λαγαρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λαγαρίσει | είχαμε λαγαρίσει | θα έχουμε λαγαρίσει | να έχουμε λαγαρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λαγαρίσει | είχατε λαγαρίσει | θα έχετε λαγαρίσει | να έχετε λαγαρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λαγαρίσει | είχαν λαγαρίσει | θα έχουν λαγαρίσει | να έχουν λαγαρίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.