φουντωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φουντωτός η φουντωτή το φουντωτό
      γενική του φουντωτού της φουντωτής του φουντωτού
    αιτιατική τον φουντωτό τη φουντωτή το φουντωτό
     κλητική φουντωτέ φουντωτή φουντωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φουντωτοί οι φουντωτές τα φουντωτά
      γενική των φουντωτών των φουντωτών των φουντωτών
    αιτιατική τους φουντωτούς τις φουντωτές τα φουντωτά
     κλητική φουντωτοί φουντωτές φουντωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φουντωτός < φουντώ(νω) + -τός [1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /fun.doˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φουντωτός

Επίθετο

φουντωτός, -ή, -ό

  1. που μοιάζει με φούντα, που έχει το σχήμα της
     συνώνυμα: θυσανωτός
  2. (βοτανική) που έχει πυκνό και πλούσιο φύλλωμα
    ένας φουντωτός βασιλικός στη γλάστρα
     συνώνυμα: πυκνόφυλλος
  3. που έχει όγκο

Αντώνυμα

Συνώνυμα

Σύνθετα

  • δασοφούντωτος
  • κισσοφούντωτος
  • νιοφούντωτος
  • νυχτοφούντωτος
  • πυκνοφούντωτος
  • χλωροφούντωτος
  • ωριοφούντωτος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. φουντωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «φούντα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.