ξάντρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξάντρια οι ξάντριες
      γενική της ξάντριας των ξαντριών
    αιτιατική την ξάντρια τις ξάντριες
     κλητική ξάντρια ξάντριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξάντρια < ξάντης + -τρια

Ουσιαστικό

ξάντρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη ξάντης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.