ξάντης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξάντης οι ξάντες
      γενική του ξάντη των ξαντών
    αιτιατική τον ξάντη τους ξάντες
     κλητική ξάντη ξάντες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξάντης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ξάντης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.