σῶμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σῶμᾰ τὰ σώμᾰτ
      γενική τοῦ σώμᾰτος τῶν σωμᾰ́των
      δοτική τῷ σώμᾰτ τοῖς σώμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ σῶμᾰ τὰ σώμᾰτ
     κλητική ! σῶμᾰ σώμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σώμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  σωμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σῶμα αβέβαιης ετυμολογίας.[1]

Ουσιαστικό

σῶμα, -τος ουδέτερο

  1. (στον Όμηρο) το νεκρό σώμα
    για το σώμα ενός ζωντανού ο Όμηρος χρησιμοποιεί τις λέξεις δέμας, χρώς, μέλεα, γυῖα
  2. το σώμα ενός ανθρώπου
  3. το σώμα σε αντίθεση με την ψυχή
  4. το σώμα ενός ζώου (όχι φυτού)
  5. οποιοδήποτε υλικό σώμα
  6. για να δηλωθεί ένα σύνολο, ακόμη και αφηρημένο
  7. το γεωμετρικό στερεό, το σώμα τριών διαστάσεων σε αντίθεση προς την επιφάνεια

Αναφορές

  1. «Among several IE expressions for 'body', only *krp- (Lat. corpus , Skt. krp-, and other cognates) has a large distribution. For the Greek word for 'body', σῶμα, there is no convincing etymology. Formally, it could be compared with σωρός 'heap', assuming a pre-form *tṷoH-mn̥ for σῶμα, with a basic meaning 'compactness, swelling' (?). Other proposals are doubtful or uncertain (see Frisk); relatively most promising seems an analysis as *(s)ti̯oH-mn̥ "what has stiffened", related to Skt. styā- 'to flow, get stiff (mentioned by LIV2 s.v. *stieH-).» Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.