ντορός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ντορός | οι | ντοροί |
| γενική | του | ντορού | των | ντορών |
| αιτιατική | τον | ντορό | τους | ντορούς |
| κλητική | ντορέ | ντοροί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /doˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντο‐ρός
Ουσιαστικό
ντορός αρσενικό
- (λαϊκότροπο) ίχνος
- (λαϊκότροπο) ακολουθία πατημασιών (ανθρώπων ή ζώων / θηραμάτων)
- (λαϊκότροπο) δρομάκι που ανοίγουν στο χιόνι άτομα (ή ζώα ή αυτοκίνητα) που έχουν περάσει προηγουμένως
Εκφράσεις
Παροιμίες
- Τον λύκο τον βλέπουμε, τον ντορό γυρεύουμε;: ενώ η αιτία (μιας κακοδαιμονίας) είναι αυτονόητη, εμείς (προσποιούμαστε ότι) ψάχνουμε να τη βρούμε
Μεταφράσεις
ντορός
|
|
- από συμπροφορά της αιτιατικής τον τορό→τοντορό→το ντορό→ο ντορός
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Orel, Vladimir E. (1998). Albanian Etymological Dictionary [Αλβανικό Ετυμολογικό Λεξικό] (στα αγγλικά). Λέιντεν – Βοστώνη: Brill.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.