τορός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τορός οι τοροί
      γενική του τορού των τορών
    αιτιατική τον τορό τους τορούς
     κλητική τορέ τοροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τορός < σλαβικής προέλευσης то̑р + -ός < πρωτοσλαβική *torъ (αυλάκι, τροχιά, ίχνος) (ή < αλβανική [1] torua / torue (τορός, ίχνος) < πρωτοσλαβική *torove[2])

Προφορά

ΔΦΑ : /toˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τορός

Ουσιαστικό

τορός αρσενικό

  • (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ντορός

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τορός τορᾱ́ τὸ τορόν
      γενική τοῦ τοροῦ τῆς τορᾶς τοῦ τοροῦ
      δοτική τῷ τορ τῇ τορ τῷ τορ
    αιτιατική τὸν τορόν τὴν τορᾱ́ν τὸ τορόν
     κλητική ! τορέ τορᾱ́ τορόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ τοροί αἱ τοραί τὰ τορᾰ́
      γενική τῶν τορῶν τῶν τορῶν τῶν τορῶν
      δοτική τοῖς τοροῖς ταῖς τοραῖς τοῖς τοροῖς
    αιτιατική τοὺς τορούς τὰς τορᾱ́ς τὰ τορᾰ́
     κλητική ! τοροί τοραί τορᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τορώ τὼ τορᾱ́ τὼ τορώ
      γεν-δοτ τοῖν τοροῖν τοῖν τοραῖν τοῖν τοροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τορός < τείρω, θέμα  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

τορός, -ά, -όν

  1. διαπεραστικός (αναφέρεται στη φωνή, σε ήχο)
  2. οξύς
  3. (μεταφορικά) τρανός, καθαρός, σαφής

Πηγές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. Orel, Vladimir E. (1998). Albanian Etymological Dictionary [Αλβανικό Ετυμολογικό Λεξικό] (στα αγγλικά). Λέιντεν – Βοστώνη: Brill.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.